- ραμία
- η, Νβοτ. κοινή ονομασία ειδών κλωστικών φυτών τού γένους βοϊμερία, καθώς και τών κλωστικών ινών που λαμβάνονται από τα φυτά αυτά.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ramie / ramee < μαλαισιακό rami].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.